- κόκκα
- ηβλ. κόκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των … Dictionary of Greek
Küchlein (3), das — 3. Das Kǘchlein, des s, plur. ut nom. sing. die Jungen des Hühnergeschlechtes, so lange sie noch nicht die gewöhnlichen Federn haben, da sie junge Hühner genannt werden. Zuweilen werden auch die jungen Gänse, so lange sie noch nicht Federn haben … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
κοκκεύγω — (Μ) εκτοξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκεύω (< κόκκα «βέλος»), με ανάπτυξη άλογου ερρίνου (πρβλ. βασιλ εύγω)] … Dictionary of Greek
κοκκιάζω — (Μ κοκκιάζω) τοποθετώ το βέλος στο τόξο («και τη σαΐτα κόκκιασε... την ώρα εκείνη», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. δημιουργώ εντομές ή εσοχές ή, γενικά, διακριτικά σημεία σε ένα πράγμα για να τό αναγνωρίζω 2. περνώ σε νήμα διάτρητους κόκκους για να… … Dictionary of Greek
μάρκος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ή Ιωάννης. (Πράξεις ιβ’ 12). Επίσκοπος της Βύβλου ή Βιβλιόπολης της Αντιοχείας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου. 2. Αναφέρεται και ως Μ. Ευγενικός. Επίσκοπος της Εφέσου. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Σεσού — Ιάπωνας ζωγράφος (Ακαχάμα, Μπίτσου 1420 ναός του Νταϊκιάν, κοντά στη Μασούντα, Ιουάνι 1507). Μαθητής του Σουμπούν, ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλος της ζωγραφικής με σινική μελάνη της περιόδου Μουρομάτσι (1333 1573) και ένας από τους μεγαλύτερους όλης … Dictionary of Greek